- κανονιέρα
- ηναυτ. κανονιοφόρος, μικρό σκάφος εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. canonniere < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -iere].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανονιοφόρος — η 1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα 2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος,… … Dictionary of Greek